- εισπετομαι
- εἰσπέτομαιεἰσ-πέτομαι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εισπέτομαι — εἰσπέτομαι (Α) πετώ προς ή μέσα (α. «ὥς τε πέλεια, ἥ ῥὰ θ ὑπ ἴρηκος κοίλην εἰσέπτατο πέτρην» σαν περιστέρα που πέταξε μέσα στην κουφάλα τής πέτρας κυνηγημένη από γεράκι β. «φήμη τε ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον» φήμη πετούσε, διαδιδόταν μέσα στο… … Dictionary of Greek
εἰσπετόμενον — εἰσπέτομαι fly into pres part mp masc acc sg εἰσπέτομαι fly into pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσεπέτοντο — εἰσπέτομαι fly into imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπετομένη — εἰσπέτομαι fly into pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπετομένους — εἰσπέτομαι fly into pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπετόμενα — εἰσπέτομαι fly into pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπετόμεναι — εἰσπέτομαι fly into pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπετόμενοι — εἰσπέτομαι fly into pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπετόμενος — εἰσπέτομαι fly into pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπτᾶσα — εἰσπέτομαι fly into aor part act fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπτήσεται — εἰσπέτομαι fly into fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)